- διδασκαλεῖα
- διδασκαλεῖονteaching-placeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανατολική Ρωμυλία — Περιοχή (35.000 τ. χλμ.) της βόρειας Θράκης μεταξύ Αίμου, Ροδόπης και Εύξεινου Πόντου, που ανήκει στη Βουλγαρία. Με απόφαση της συνθήκης του Βερολίνου (1878) η Βουλγαρία διχοτομήθηκε με τη γραμμή του Αίμου και ο όρος Νότια Βουλγαρία… … Dictionary of Greek
Παπαχριστοδούλου Πολύδωρος — (1883 – 1967). Έλληνας φιλόλογος και λαογράφος από τις Σαράντα Εκκλησιές της Θράκης. Μετά τις σπουδές του στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, δίδαξε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, στα… … Dictionary of Greek
Didaskalie — Der Ausdruck Didaskalie bzw. Didaskalia (griechisch mittellatein aus gr. διδασκαλεία / Didaskalia „Lehre, Belehrung“) steht für: Didaskalia apostolorum („Lehre der Apostel“, Zwölfapostellehre), christliche Gemeindeordnung, Syrien ca. 280… … Deutsch Wikipedia
Didaskalien — Der Ausdruck Didaskalie (griechisch mittellatein aus gr. διδασκαλεία / Didaskalia „Lehre, Belehrung“) steht für: Didaskalia apostolorum („Lehre der Apostel“, Zwölfapostellehre), christliche Gemeindeordnung, Syrien ca. 280 Regieanweisung für die… … Deutsch Wikipedia
Labovë e Madhe — Community … Wikipedia
PUER — I. PUER aliquando idem, quod Servus. Cicero, l. 1. ad Attic. Ep. 12. Nam Puer festivus, Anagnostes noster Sositheus, decesserat, meque plus, quam servi mors debere videbatur, commoverat. Quo referenda Festi verba: Quintipor, servile nomen… … Hofmann J. Lexicon universale
SCHOLA — quid proprie sit, indicat Ausonius Eidyll. 4. ad Nepot. v. 5. Graio Schola nomine dicta est, Iustae laboriferis tribuantur ut otia curis. A Graeco nempe χολὴ, quod otium denotat, nomen invenit. Quia enim secundum Celsum de re Med. l. 1. in Prooem … Hofmann J. Lexicon universale
διδασκαλείο — και δασκαλειό, το (AM διδασκαλείον) [διδάσκαλος] τόπος όπου γίνεται διδασκαλία, σχολείο, εκπαιδευτήριο νεοελλ. ανώτερο σχολείο επιμορφώσεως δασκάλων δημοτικής ή μέσης εκπαιδεύσεως αρχ. στον πληθ. τα διδασκαλεία τα δίδακτρα … Dictionary of Greek
ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… … Dictionary of Greek
ράβδιδα — Α [ῥάβδος] (κατά τον Ησύχ.) «τὰ διδασκαλεῑα» … Dictionary of Greek